- προαγιάζω
- ΝΜ1. καθιστώ κάτι άγιο εκ τών προτέρων, αγιάζω προηγουμένως2. (η μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προηγιασμένα(ενν. δώρα) εκκλ. τα από πριν καθαγιασμένα δώρα τής θείας ευχαριστίας, αυτά που καθαγιάστηκαν σε ειδική λειτουργία3. φρ. «λειτουργία προηγιασμένη» ή «λειτουργία τών προηγιασμένων»εκκλ. αρχαιότατη εκκλησιαστική λειτουργία η οποία τελείται κάθε Τετάρτη και Παρασκευή τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής με δώρα καθαγιασμένα σε μια από τις προηγούμενες κοινές λειτουργίες.
Dictionary of Greek. 2013.